Η εκμάθηση ξένων γλωσσών είναι κάτι περισσότερο από αναγκαία στις μέρες μας και νομίζω πως αυτό γίνεται εύκολα αντιληπτό από την πλειοψηφία.
Σίγουρα ένας βασικός και πρωταρχικός λόγος που μαθαίνουμε ξένες γλώσσες είναι πρακτικός, αφού ζούμε στη κοινωνία της παγκοσμιοποίησης και αυτό συνδέεται άρρηκτα με τις έννοιες: τεχνολογία, πληροφόρηση και πληθυσμιακή μετακίνηση.
Με απλά λόγια, για να μπορέσουμε να ταξιδέψουμε, να διαβάσουμε, να επικοινωνήσουμε, να σπουδάσουμε, να ενημερωθούμε και να έχουμε περισσότερες εργασιακές ευκαιρίες χρειάζεται να μπορούμε να μιλήσουμε μία, δύο ή και περισσότερες ξένες γλώσσες ...
Δυστυχώς ή ευτυχώς για έναν Έλληνα η εκμάθηση γλωσσών, τουλάχιστον της αγγλικής φαίνεται να είναι άκρως απαραίτητη, όχι μόνο επειδή η Ελλάδα είναι μια χώρα με έντονη τουριστική κίνηση αλλά αν βρεθούμε στο εξωτερικό σπάνια θα συναντήσουμε στο διάβα μας ανθρώπους να μιλούν την ελληνική.
Αλλά ας αφήσουμε αυτήν την αντίληψη που καμιά φορά οδηγεί σε λανθασμένες πρακτικές σχετικά με τον τρόπο και το βαθμό που προσπαθούμε να κατακτήσουμε μια άλλη γλώσσα.
Ας επικεντρωθούμε σε κάτι πιο ουσιαστικό: όσο μαθαίνουμε μια γλώσσα, τελικά βελτιώνουμε τις γνώσεις και τη χρήση της δικής μας γλώσσας.
Όποιος δεν ξέρει ξένες γλώσσες, δεν ξέρει τίποτε από τη δική του
(Goethe)
Μέσα από τη προσπάθεια κατανόησης μιας άλλης γλώσσας, γίνεται μια απίστευτη εξάσκηση του μυαλού και αυτόματα μια σύγκριση με τη μητρική γλώσσα (αυτό βέβαια δεν είναι πάντα αποτελεσματικό). Τότε συνειδητοποιούμε τη διαδικασία που ακολουθεί το δικό μας συντακτικό και η γραμματική. Οι συνδυασμοί των στοιχείων στις ανθρώπινες γλώσσες είναι απεριόριστοι, οι λέξεις χιλιάδες και οι κανόνες διαφορετικοί κάθε φορά.
...
Για παράδειγμα σε αντίθεση με τα ελληνικά, στα γερμανικά το ρήμα μπαίνει στο τέλος της πρότασης, ενώ στα κινέζικα δεν υπάρχουν άρθρα. Η σειρά που θα τοποθετηθούν οι λέξεις στην αγγλική γλώσσα παίζουν μεγάλο ρόλο για να διακρίνουμε το υποκείμενο και το αντικείμενο, ενώ τα ισπανικά ακολουθούν τους δικούς τους κανόνες τονισμού και τα παραδείγματα δεν έχουν τέλος.
Ένα τελευταίο σημείο που πρέπει να τονιστεί είναι η σπουδαιότητα της επαφής με έναν άλλο πολιτισμό, με μία ιστορία ενός λαού που έχει κάνει τη δική της πορεία μέσα στο χρόνο και έχει διαμορφώσει μια κουλτούρα διαφορετική από τη δική μας. Γιατί η γνώση μια ξένης γλώσσας μας δίνει τελικά την ευκαιρία να κατανοήσουμε καλύτερα τον κόσμο.
Εν κατακλείδι...
να θυμάστε πως μαθαίνουμε μία γλώσσα επειδή μας αρέσει, επειδή θέλουμε να γνωρίσουμε τον πολιτισμό και την ιστορία της, να διαβάσουμε τη λογοτεχνία της και να ταξιδέψουμε στα μέρη όπου ομιλείται. Φυσικά αυτό μελλοντικά μπορεί να μας οδηγήσει σε ένα επάγγελμα ή μία χώρα που να σχετίζεται με αυτή τη γλώσσα. Τέλος, μέσα από την κατανόηση μίας άλλης γλώσσας μαθαίνουμε την εθνική μας γλώσσα καθώς και την ιδιομορφία του έθνους μας. Με αυτές τις θετικές σκέψεις μπορούμε να προχωρήσουμε σε αυτή την απαιτητική και χρονοβόρα διαδικασία της εκμάθησης ξένων γλωσσών.